ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ GOOGLE

Γ



γαλακτομπούρεκο, (το) ουσ. είδος γλυκού του ταψιού.
                    börek = μπουρέκι. || τυρόπιτα.
γελέκο, (το) ουσ. βλ. γιλέκο.
                    yelek = γιλέκο.
γεμενί, (το) ουσ. (1) είδος μαντηλιού για το κεφάλι.
                    yemeni = είδος μαντηλιού.
γεμενί, (το) ουσ. (2) είδος παπουτσιού.
                    yemeni = είδος παπουτσιού.
γεμενιά, (τα) ουσ. ελαφριά παπούτσια για το σπίτι.
                    yemeni = είδος παπουτσιού.
γεμιτζής, (ο) ουσ. έμπειρος ναυτικός, θαλασσόλυκος.   
                    gemici = ναυτικός, θαλασσινός.      
γενίτσαρος, (ο) ουσ. Τούρκος στρατιώτης του πεζικού.
                    yeniçeri = γενίτσαρος.
γεντέκι, (το) ουσ. (1) σκοινί με το οποίο ρυμουλκείται ένα πλοίο.
                    yedek = εφεδρικός, βοηθητικός. || ιμάντας ρυμούλκησης.
γεντέκι, (το) ουσ. (2) σκοινί με το οποίο τραβάει κάποιος ένα ζώο.
                    yedek = εφεδρικός, βοηθητικός. || ιμάντας
                    ρυμούλκησης.    
για, σύνδ. διαζευτικός σύνδεσμος:  ή, είτε                             
                    ya = ή, είτε. || ω! || μαθές! || δα.
γιαβάς, γιαβάς-γιαβάς, επίρρ. σιγά, σιγά-σιγά. 
                    yavaş = αργός, βραδύς, σιγανός. || σιγά.
γιαβέρης, (ο) ουσ. σωματοφύλακας.
                    yaver = βοηθός, υπασπιστής.
γιαβουκλού, (η) ουσ. μνηστή. || ερωμένη, αγαπητικιά.           
                    yavuklu = μνηστήρας, μνηστή. || αγαπητικός, αγαπητικιά.
γιαβουκλούς, (ο) ουσ. μνηστήρας. || εραστής, αγαπητικός.
                    yavuklu = μνηστήρας, μνηστή. || αγαπητικός, αγαπητικιά.
γιαβρί, (το) ουσ. νεογνό ζώου και κυρίως πτηνού.                           
                    yavru = μωρό, τέκνο. || νεογνό.
γιαβρούμ, ουσ. άκλ., επιφ. τρυφερή προσφώνηση:  μωρό μου. 
                    yavrum = αγάπη μου.
γιαγκίνι, (το) ουσ. πυρκαγιά, φωτιά. || (μτφ.) σφοδρό ερωτικό πάθος.
                    yangın = πυρκαγιά, φωτιά.
γιαγλίδικος, επίθ. (για τροφές) λιπαρός. || παχύς.
                    yağlı = λιπαρός. || παχύς.  
γιακάς, (ο) ουσ. περιλαίμο, κολάρο.                                              
                    yaka = γιακάς, κολάρο. || όχθη, πλευρά.
γιαλαντζί, επίθ. άκλ., ουσ. άκλ. οτιδήποτε είναι ψεύτικο, όχι γνήσιο.   
                    yalancı = ψεύτικος.  
γιαλαντζί-ντολμάς, (ο) ουσ. νηστήσιμος ντολμάς με ρύζι,
                    αμπελόφυλλα.
                    yalancı dolma = ντολμάδες με ρύζι.
γιάντες, (το) ουσ. άκλ. είδος στοιχήματος μνήμης.
                    yâd = σκέψη, ανάμνηση. 
                    yades = γιάντες.
                    yâdetmek, yadetmek = αναφέρω, θυμάμαι.
_________________________________________________________ 
γιάντες   Kάθε ένας από τους δύο παίκτες κρατάει τη μία διχάλα του διχαλωτού κόκκαλου από το στήθος της κότας και τραβάει προς το μέρος του ώσπου να σπάσει, σε ένδειξη συμφωνίας για το τίμημα που θα καταθέσει ο χαμένος του παιχνιδιού·  μετά από αυτή τη στιγμή, κάθε φορά που ένας από τους δύο παίκτες θα πάρει κάποιο αντικείμενο από τον άλλο, πρέπει να δηλώσει ότι δεν ξέχασε το στοίχημα (λέγοντας θυμάμαι, το θυμάμαι, το ξέρω ή κάτι αντίστοιχο)·  στην αντίθετη περίπτωση, ο δεύτερος παίκτης θα πει "γιάντες" και θα κερδίσει.

_________________________________________________________


γιαούρτι, (το) ουσ. παρασκεύασμα από πηγμένο γάλα.
                    yoğurt = γιαούρτι, οξύγαλα.
γιαουρτλού, (το) ουσ. βλ. γιoγουρτλού.
                    yoğurtlu = με γιαούρτι.
γιαπί, (το) ουσ. η οικοδομή που δεν έχει τελειώσει.                       
                    yapı = οικοδομή. || κτίριο, κτίσμα. || κατασκευή. || γιαπί.
γιαπιτζής, (ο) ουσ. χτίστης, οικοδόμος.
                    yapıcı = χτίστης, οικοδόμος. || κατασκευαστής.
γιαπράκι, (το) ουσ.είδος ντολμά.
                    yaprak = φύλλο.
γιαραμπής, (ο) ουσ. Αλλάχ, Θεός.
                    ya Rabbi, yarabbi = Θεέ μου!
γιαρμάς, (ο) ουσ. είδος ροδάκινου.
                    yarma = σχίσιμο, τομή. yarmak = σχίζω.  
γιασεμί, (το) ουσ. είδος φυτού και το άνθος του.
                    yasemin = γιασεμί, ίασμος.
γιασμάκι, (το) ουσ. καλύπτρα προσώπου για μουσουλμάνες.
                    yaşmak = γιασμάκι, καλύπτρα προσώπου.
γιαταγάνι, (το) ουσ. είδος σπαθιού.
                    yatağan = γιαταγάνι.     
γιατάκι, (το) ουσ. στρώμα, κρεβάτι. || κατάλυμα, φωλιά.
                    yatak = κρεβάτι, στρώμα.
γιαχνί, (το) ουσ. άκλ., επίθ. άκλ. τρόπος μαγειρέματος.
                    yahni = γιαχνί.  
γιλέκο, (το) ουσ. είδος ρούχου χωρίς μανίκια.                                 
                    yelek = γιλέκο.
γινάτι, (το) ουσ. πείσμα..   
                    inat = πείσμα, γινάτι.
γιορντάνι, (το) ουσ. περιδέραιο.
                    gerdan = λαιμός, τράχηλος.
                    gerdanlik = περιλαίμιο. || γιορντάνι.
γιουβαρλάκια, (τα) ουσ. είδος φαγητού. 
                    yuvarlak = σφαιρικός. || στρογγυλός, κυκλικός.
γιουβέτσι, (το) ουσ. είδος φαγητού. || είδος πήλινου σκεύους. 
                     güveç = γιουβέτσι
γιούκος, (το) ουσ. (1) στοίβα κλινοσκεπασμάτων, στρωμάτων, χαλιών,
                     κ.ά.
                     yük = φορτίο, βάρος.
                     yüklük = γιούκος.
γιούκος, (το) ουσ. (2) εσοχή τοίχου, όπου τοποθετείται ο γιούκος (1).
                            oyuk = κούφιος, κοίλος. || βαθούλωμα, κόγχη.
γιουρούκης, επίθ. άξεστος, βάρβαρος. || που ζει νομαδικά. 
                     yürük = ταχύς, γρήγορος.
γιουρούσι, (το) ουσ. έφοδος, επίθεση. 
                     yürüyüş = βάδισμα. || πορεία. || έφοδος.
γιούχα, επιφ. εκφράζει αποδοκιμασία.                                       
                     yuh, yuha = γιούχα, ου.
γιουχαΐζω, ρ. εκδηλώνω έντονα την αποδοκιμασία μου.             
                     yuh, yuha = γιούχα, ου.
γιουχάρω, ρ. γιουχαΐζω.                                                           
                     yuh, yuha = γιούχα, ου.
γκάιντα, (η) ουσ. λαϊκό πνευστό μουσικό όργανο·  άσκαυλος. 
                     gayda = γκάιντα, άσκαυλος.
γκαϊντατζής, (ο) ουσ. αυτός που παίζει γκάιντα.
                     gaydacı = παίχτης γκάιντας.
γκεβεζελίκι, (το) ουσ. φλυαρία.
                     gevezelik = φλυαρία.
γκελ, (το) ουσ. άκλ. αναπήδηση.
                     gelmek = έρχομαι, φτάνω.
γκέλα, (η) ουσ. (1) βλ. γκελ.  
                     gelmek = έρχομαι, φτάνω.
γκέλα, (η) ουσ. (2) (στο τάβλι) αποτυχημένη ζαριά.
                     gele = (στο τάβλι) γκέλα.
γκέμι, (το) ουσ. χαλινάρι.  
                     gem = χαλινάρι, γκέμι.
γκεσέμι, (το) ουσ. κριάρι ή τράγος που οδηγεί το κοπάδι. 
                     kösem, kösemen = γκεσέμι.
γκιαούρης, (ο) ουσ. για τους μουσουλμάνους, αλλόθρησκος, κυρίως
                     χριστιανός.
                     gâvur = άπιστος, αλλόθρησκος, γκιαούρης.
_________________________________________________________
γκιαούρης  Τουρκική λ. η οποία, κατά κάποιους Τούρκους λεξικογράφους παράγεται από την περσική λ. "γκμπρ (= πυρολάτρης)", ενώ κατ΄άλλους είναι παραφθορά της αραβικής λ. "κιαφρ" = άπιστος, άθεος, αρνησίθεος.  Για τους Τούρκους, η λέξη σήμαινε άπιστος (μή Μουσουλμάνος), και ήταν υβριστική·  τη χρησιμοποιούσαν ακόμη και σε επίσημα έγγραφα με τη σημασία Χριστιανός·  με το ρυθμιστικό φιρμάνι του έτους 1856, η χρήση της απαγορεύθηκε ως "...υβριστική και αντιβαίνουσα προς την επισήμως διακηρυχθείσαν τότε ισότητα Χριστιανών και Μουσουλμάνων..."·  δεν έπαυσε όμως να χρησιμοποιείται σε διάφορες παροιμίες ("δν ξίζει γκιαούρης ν το κάμņς καλό, τo γκιαούρη τ μυαλ  ρχεται κατόπιν" κ.ά.). ΠΥΡΣΟΣ Α.Ε., τόμος Η΄, λ. γκιαούρ.
_________________________________________________________



γκιούμι, (το) ουσ. είδος μεταλλικού δοχείου.
                     güğüm = κανάτα. || χάλκινο δοχείο.
γλεντζές, (ο) ουσ. που αγαπάει τα γλέντια και τις διασκεδάσεις.
                     eğlence, eğlenti = διασκέδαση, γλέντι.
γλεντώ,  ρ. διασκεδάζω με φαγοπότι, μουσική, χορό.              
                     eğlenmek = διασκεδάζω, γλεντώ.
γούρι, (το) ουσ. καλός οιωνός, καλή τύχη.                                     
                     uğur = τύχη, γούρι.
γουρλής, επίθ., (ο) ουσ. που πιστεύεται ότι έχει ή προμηνύει καλή τύχη. 
                     uğurlu = τυχερός, γουρλής. || ευοίωνος.
γρέκι, (το) ουσ. πρόχειρο περίφραγμα. || κατοικία.
                     eğrek = αυλάκι.
γριγρί, (το) ουσ. άκλ. είδος αλιευτικού συγκροτήματος.                             gırgır = γριγρί.
γρουσούζης, επίθ., (ο) ουσ. αυτός που προκαλεί ή προμηνύει κακή τύχη. 
                     uğursuz = γρουσούζικος, δυσοίωνος.
γρετίδικος, επίθ. κυρτός. || προσωρινός, πρόχειρος, πρόσθετος. 
                     eğreti = πρόχειρος. || κακοφτιαγμένος.




Ιστολόγιο υπό κατασκευή... Ευχαριστώ για την κατανόηση!
 ©  Λιάνα Κουτρολίκου - Αθήνα, 02/08/2007 - Α.Σ. 8294
© Liana Koutrolikou - Athens, Greece, 02/08/2007 - Contr. No. 8294