ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ GOOGLE

Χ


χαβαλές, (ο) ουσ. ενοχλητικό βάρος. ||  φορτίο. || επικάλυμμα.
                    || ευχάριστη συζήτηση. || φασαρία.
                    havale = παραπομπή. || επιφόρτηση. || εντολή, ανάθεση.
                    || φασαρία.
χαβάνι, (το) ουσ. είδος γουδιού από ορείχαλκο.
                    havan = γουδί.
χαβάς, (ο) ουσ. μελωδία. || (μτφ.) επιμονή στην ίδια άποψη.
                    hava = αέρας, || ατμόσφαιρα. || καιρός. || μουσικός σκοπός.
                    || χαβάς.
χαβιάρι, (το) ουσ. διατηρημένα αβγά ψαριών·  αβγοτάραχο.
                    havyar = χαβιάρι, αβγοτάραχο.
χαβούζα, (η) ουσ. χτιστή δεξαμενή νερού ή λαδιού. || δεξαμενή
                    αποβλήτων και λυμάτων.
                    havuz = δεξαμενή. || πισίνα.|| νεώριο.
χαγιάτι, (το) ουσ. εσωτερικός υπόστεγος διάδρομος. || εξώστης.
                    hayat = ζωή. || εξώστης, αίθριο, χαγιάτι.
χαζεύω, ρ. γίνομαι χαζός. || ξοδεύω άσκοπα το χρόνο μου. 
                    haz = απόλαυση, ευχαρίστηση, χάζι.
χάζι, (το) ουσ. διασκέδαση, ευχαρίστηση, τέρψη.
                    haz = απόλαυση, ευχαρίστηση, χάζι.
χαζ(ι)νές, (ο) ουσ. ταμείο, θησαυροφυλάκιο.
                    haz(i)ne = θησαυροφυλάκιο. || θησαυρός.
                    || δημόσιο ταμείο.
χαζίρι, επίθ. άκλ.έτοιμος.
                    hazır = έτοιμος. || παρών.
χαζός, επίθ. (για άνθρωπο) βλάκας. || (για πράγμα) βλακώδης.
                    haz = απόλαυση, ευχαρίστηση, χάζι.
χαϊβάνι, (το) ουσ. ζώο. || άνθρωπος πολύ χαζός. || το μωρό παιδί.
                    hayvan = ζώο. || ζωντανό, ζωντόβολο. || κτήνος.
                    || βλάκας, χαϊβάνι.
χαϊμαλί, χαμαϊλί, (το) ουσ. φυλαχτό που κρέμεται από το λαιμό.
                   hamail, hamaylı = φυλαχτό, χαϊμαλί.
χαΐρι, (το) ουσ. προκοπή, πρόοδος, ευδοκίμηση, ευεργεσία.
                   hayır = αγαθοεργία, ευεργεσία. || καλό. || προκοπή. || χαΐρι.
χαλάλι, επίρρ., επίθ. άκλ., (το) ουσ. ας είναι, δεν πειράζει.
                   helal, helâl = δικαιωματικός, επιτρεπτός. || άξιος.
                   || χαλάλι.                     
χαλβάς, (ο) ουσ. είδος ανατολίτικου γλυκού.
                   helva = χαλβάς.
χαλβατζής, (ο) ουσ. παρασκευαστής χαλβά.
                   helvacı = χαλβαδοποιός, χαλβατζής.
χάλι,(το) ουσ. κακή, άθλια, ελεεινή κατάσταση.
                   hal = κατάσταση. || εμφάνιση. || περίπτωση.
                   || κατάντημα, χάλι.
χαλί, (το) ουσ. τάπητας.
                   halı = χαλί, τάπητας.
χαλκάς, (ο) ουσ. μεταλλικός κρίκος. || το ρόπτρο της πόρτας (όταν έχει
                   σχήμα κρίκου). || (μτφ.) δεσμά.
                   halka = κρίκος.  || χαλκάς. || δαχτυλίδι. || βέρα.
χαμαϊλί, (το) ουσ. βλ. χαϊμαλί.
                   hamail, hamaylı = φυλαχτό, χαϊμαλί.
χαμάλης, (ο) ουσ. αχθοφόρος, βαστάζος.
                   hamal = αχθοφόρος, βαστάζος, χαμάλης.
χαμαλίκι, (το) ουσ. η δουλειά του χαμάλη. || (μτφ.) αγγαρεία.
                   hamallık = χαμαλίκι, χαμαλοδουλειά.    
χαμάμ(ι), (το) ουσ. είδος λουτρού και ό χώρος όπου γίνεται·  τουρκικό
                   λουτρό.
                   hamam = λουτρό, χαμάμ.
χαμπάρι, (το) ουσ. νέο, είδηση, πληροφορία.
                   haber = είδηση, νέο, πληροφορία, χαμπάρι. ||
                   ανταπόκριση, ρεπορτάζ.                 
χάνι, (το) ουσ. πανδοχείο όπου στάθμευαν παλαιότερα οι ταξιδιώτες και
                   τα υποζύγιά τους.
                   han = πανδοχείο, χάνι. || ηγεμόνας, χάνος.        
χαν(ι)τζής, (ο) ουσ. ο ιδιοκτήτης χανιού·  ο πανδοχέας, ο ξενοδόχος.
                   hancı = ξενοδόχος. || χαν(ι)τζής.
χαν, χάνος, (ο) ουσ. τίτλος που ακολουθούσε το όνομα ηγεμόνων των
                   Μογγόλων, Τατάρων, Τούρκων κ.ά.
                   han = πανδοχείο, χάνι. || ηγεμόνας, χάνος.

___________________________________________
χαν  Τίτλος που ακολουθούσε το όνομα του Οθωμανού σουλτάνου (π.χ. σουλτάν Χαμίτ χαν) επίσης, διατηρήθηκε ως τίτλος των ηγεμόνων της Χίβας και Βουχάρας (μέχρι τη σοβιετοποίηση της Ρωσίας)·  το θηλυκό του είναι χανούμ (= κυρία). ΠΥΡΣΟΣ Α.Ε., τόμος ΚΔ΄, λ. χαν.
___________________________________________
χανούμισσα, (η) ουσ. μουσουλμάνα γυναίκα, κυρία. || Τουρκάλα,
                   οθωμανή.
                   hanım = κυρία, γυναίκα.
χαντζάρι, (το) ουσ. μακρύ καμπυλωτό μαχαίρι που χρησιμοποιούσαν
                   ως όπλο.
                   hançer = χαντζάρι, στιλέτο, εγχειρίδιο.
χαντούμης, (ο) ουσ. ευνούχος, ανίκανος.
                   hadım = ευνούχος, χαντούμης.
χάπι, (το) ουσ. φάρμακο σε μορφή δισκίου ή κάψουλας που
                   λαμβάνεται από το στόμα·  καταπότι.
                    hap = δισκίο, χάπι, καταπότι.
χαράμι, επίρρ. άδικα, ανώφελα, μάταια, τζάμπα
                  haram = απαγορευμένος (από τη θρησκεία).
χαράτσι, (το) ουσ. στην  Τουρκοκρατία, ο κεφαλικός φόρος που
                  πλήρωναν οι μη μουσουλμάνοι υπήκοοι της
                  Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με σκοπό την απαλλαγή
                  τους από την υποχρέωση της στρατιωτικής θητείας. ||
                  (μτφ.) βαριά και άδικη φορολογία αναγκαστική εισφορά,
                  πρόστιμο.                  
                  haraç = χαράτσι, κεφαλικός φόρος. || άδικη φορολογία.
χαρέμι, (το) ουσ. για τους μουσουλμάνους, το μέρος γης οικίας όπου
                  μένουν οι γνυναίκες· ο γυναικωνίτης. || το σύνολο των
                  γυναικών πολύγαμου μουσουλμάνου.
                  harem = χαρέμι, γυναικωνίτης.

___________________________________________
χαρέμι  Σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη, η λέξη χαρέμι προέρχεται από την τουρκ. λ. haram < αραβ. harim « απαγορευμένος, ιερός »" (βλ. χαράμι).  Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, λ. χαρέμι

___________________________________________

χαρμάνης, (ο) ουσ. αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση στέρησης,
                   κυρίως από ναρκωτικά. || μανιώδης καπνιστής που του
                   λείπει το τσιγάρο (επειδή δεν έχει καπνίσει).
                   harman = αλώνισμα. || μείγμα, χαρμάνι.
χαρμάνι, (το) ουσ. μείγμα από διάφορα είδη και ποιότητες καπνού για
                  τσιγάρα, πούρα κ. ά. || μείγμα από τσιμέντο, άμμο, νερό και
                  άλλα οικοδομικά υλικά. || (κατ' επέκταση) κάθε είδους
                  μείγμα υλικών, συνήθως για βιομηχανική κατεργασία.
                  harman = αλώνισμα. || μείγμα, χαρμάνι.
χαρούπι, (το) ουσ. ο καρπός της χαρουπιάς·  ξυλοκέρατο.
                  har(r)up, harnup = ξυλοκέρατο, χαρούπι. 
χαρουπιά, (η) ουσ. είδος αειθαλούς καρποφόρου δέντρου της 
              Μεσογείου·  ξυλοκερατιά.
                  har(r)up, harnup = ξυλοκέρατο, χαρούπι
χαρτζιλίκι, (το) ουσ. μικρό χρηματικό ποσό που παίρνει συνήθως
                  κάποιος νεότερος από κάποιον μεγαλύτερό του για να
                  καλύψει ατομικά μικροέξοδα.
                  harcılık, harçlık = χαρτζιλίκι.
χασάπης, (ο) ουσ. κρεοπώλης.
                  kasap = χασάπης, κρεοπώλης.
χασάπικος, (ο) ουσ. είδος κυκλικού χορού.
                  kasap = χασάπης, κρεοπώλης.

___________________________________________
χασάπικος  Κυκλικός χορός ο οποίος είναι γνωστός στην Ελλάδα και τις χώρες της Ανατολής και κατάγεται πιθανώς από τον βυζαντινό "μακελλαρικόν"· τον χόρευαν σε ορισμένη γιορτή της συντεχνίας των κρεοπωλών·  έχει γρήγορο ρυθμό και χορεύεται σε χρόνο δύο τετάρτων από άντρες και γυναίκες που κρατιούνται από τους ώμους·  εκτελείται με τρία πλάγια βήματα και δύο σταυρωτά·  τον περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια η κυρία Σενιέ, μητέρα του Γάλλου ποιητή Ανδρέα Σενιέ, η οποία αγνοώντας την ύπαρξη του βυζαντινού μακελλαρικού, τον θεώρησε αρχαίο χορό, ο οποίος συμβολίζει την εκστρατεία του Αλέξανδρου εναντίον του Δαρείου.  ΠΥΡΣΟΣ Α.Ε., τόμος ΚΔ΄, λ. χασάπικος χορός.

___________________________________________
χάσικος, επίθ. καθαρός, εκλεκτός·  χάσικο ψωμί (άσπρο ψωμί).
                  has = αγνός, καθαρός. || λευκός. || χάσικος.
χασίς, (το) ουσ. άκλ. το φυτό ινδική κάνναβη. || είδος ναρκωτικού που
                  παράγεται από το φυτό αυτό.
                  haşış = χασίς. || ινδική κάνναβη.


___________________________________________
χασίς  Η λέξη. χασίς σημαίνει χόρτο και προέρχεται από την πολύ παλιά ονομασία της ινδικής κάνναβης "Hachich el fokkara" (= χόρτο των φακίρηδων).  ΠΥΡΣΟΣ Α.Ε., τόμος ΚΔ΄, λ. χασίς.
___________________________________________
χατζής, (ο) ουσ.  τιμητικός τίτλος για τον προσκυνητή των Αγίων
                  Τόπων:  το χριστιανό προσκυνητή της Ιερουσαλήμ και το
                  μουσουλμάνο προσκυνητή της Μέκκας και της Μεδίνας.
                  hacı = προσκυνητής. || χατζής. 

___________________________________________
χατζής  "...τιμητικός τίτλος που παίρνει ένας ορθόδοξος χριστιανός, όταν επισκεφτεί ως προσκυνητής τους ΄Αγιους Τόπους και που παλαιότερα έμπαινε μπροστά στο επώνυμό του ως πρώτο συνθετικό, π.χ. Χατζηγιάννης...".  Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, λ. χατζής
___________________________________________

χατίρι, (το) ουσ.  χάρη, εξυπηρέτηση, εύνοια.
                  hatır = θύμηση, μνήμη. || χάρη, χατίρι.
χαφιεδισμός, (ο) ουσ. η ενέργεια ή η συμπεριφορά που
                  χαρακτηρίζει το χαφιέ. || η δουλειά του χαφιέ.
                  hafiye = κατάσκοπος. || χαφιές, σπιούνος.
χαφιές, (ο) ουσ. μυστικός αστυνομικός ή κατάσκοπος της
                  αστυνομίας (ή άλλης εξουσίας) που έχει αναλάβει να
                  παρακολουθεί τις κινήσεις πολιτών. ||  καταδότης,
                  σπιούνος.
                  hafiye = κατάσκοπος. || χαφιές, σπιούνος.
χαχάμης, (ο) ουσ. ο θρησκευτικός αρχηγός, ο ραβίνος των
                  Ισπανοεβραίων.
                  haham = ραβίνος. || χαχάμης.
χάψη, (η) ουσ. φυλακή.
                  hapis = φυλακή, χάψη. || φυλάκιση.      

___________________________________________
χάψη  Είναι πιθανό η λέξη χάψη να προέρχεται "...και από το ελλ. χάψις < χάπτω...". Π.Ε. Γιαννακόπουλου, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, εκδόσεις ΠΕΛΕΚΑΝΟΣ, λ. χάψη.
___________________________________________

χαψί, (το) ουσ. είδος ψαριού.
                  hamsi = γαύρος, χαμψί, χαψί. 
χοσάφι, (το) ουσ. είδος κομπόστας.
                  hoşaf = κομπόστα. 
χότζας, (ο) ουσ. μουσουλμάνος ιεροδιδάσκαλος. || (με κεφαλαία,
                  Χότζας) ήρωας λαϊκών ιστοριών.
                  hoca = καθηγητής, δάσκαλος. || ιερέας, χότζας.
χουβαρνταλίκι, (το) ουσ. ιδιότητα και πράξη του χουβαρντά.
                  hovardalık = δονζουανισμός. || σπατάλη.
χουβαρντάς, (ο) ουσ. άνθρωπος γενναιόδωρος και γαλαντόμος, που
                  ξοδεύει απλόχερα για τους άλλους.
                  hovarda = γυναικάς. || σπάταλος. ||  χουβαρντάς,
                  γαλαντόμος.
χουζουρεύω, ρ. ξεκουράζομαι, τεμπελιάζω (συνήθως ξαπλωμένος
                  στο κρεβάτι).
                  huzur = γαλήνη, ησυχία, άνεση,  χουζούρι.
χουζούρι, (το) ουσ. κατάσταση και αποτέλεσμα του χουζουρεύω.
                  huzur = γαλήνη, ησυχία, άνεση, χουζούρι.

χουζουρλής, (ο) ουσ. άνθρωπος που του αρέσει το χουζούρι.

                  huzurlu = άνετος. || γαλήνιος.

χούι, (το) ουσ. ιδιότητα, συνήθεια (ιδίως η κακή)·  ιδιοτροπία.

                  huy = συνήθεια, φύση, χούι. || ταραχή.
χουνέρι, (το) ουσ. απρόοπτο, απροσδόκητο πάθημα, εξαπάτηση, κάζο.
                  hüner = δεξιότητα, δεξιοτεχνία, τέχνη.
χουρμάς, (ο) ουσ. ο καρπός της χουρμαδιάς.
                  hurma = χουρμάς.
χουσμέτι, (το) ουσ. εξυπηρέτηση. 
                  hizmet = εξυπηρέτηση. || υπηρεσία, θητεία. || εκδούλευση.
χράμι, (το) ουσ. χοντρό μάλλινο υφαντό ύφασμα που χρησιμοποιείται
                  ως στρωσίδι ή κλινοσκέπασμα.
                  ihram = χράμι.

___________________________________________
χράμι  Η τουρκική λέξη ihram σημαίνει "λευκός μανδύας, τον οποίο φορούν οι Μουσουλμάνοι προσκυνητές στη Μέκκα".  Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, λ. χράμι

___________________________________________




Ιστολόγιο υπό κατασκευή... Ευχαριστώ για την κατανόηση!

 ©  Λιάνα Κουτρολίκου - Αθήνα, 02/08/2007 - Α.Σ. 8294

© Liana Koutrolikou - Athens, Greece, 02/08/2007 - Contr. No. 8294