ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ GOOGLE

Φ

φάκα, (η) ουσ. ποντικοπαγίδα.
                    fak = φάκα.
φαράσι, (το) ουσ. είδος μικρού φτυαριού για το μάζεμα των
                    σκουπιδιών.
                    faraş = φαράσι, φτυαράκι.
φαρσί, επίρρ. άπταιστα, χωρίς λάθη.
                    Farisî = η περσική γλώσσα.
φαρφάρας, φαρφαράς, (ο) ουσ., επίθ. φλύαρος. || καυχησιάρης.
                    farfara = φανφαρονισμός. || φασαρία. || φλύαρος.
                    || ελαφρόμυαλος.
φαρφουρί, (το) ουσ. λεπτή, κατεργασμένη πορσελάνη. || σκεύος από
                    λεπτή πορσελάνη.
                    fağfur = κινεζική πορσελάνη.|| φαρφουρί.
φελάχος, (ο) ουσ. ιθαγενής αγρότης, χωρικός της Αιγύπτου.
                    fellah = φελάχος.
φερετζές, (ο) ουσ. υφασμάτινη καλύπτρα προσώπου των
                    μουσουλμάνων γυναικών.
                    ferace = πανωφόρι, μαντό. || φερετζές.
φέσι, (το) ουσ. είδος καπέλου που φορούν οι Ανατολίτες.
                    fes = φέσι.
φετφάς, (ο) ουσ. γνωμοδότηση μουφτή ή ιμάμη σχετική με το ιερό
                    μουσουλμανικό δίκαιο.
                    fetva = ιερονομική ρήτρα. || γνωμοδότηση μουφτή,
                    φετφάς.
φίλντισι, (το) ουσ. ελεφαντόδοντο. || σεντέφι.
                    fildişi = ελεφαντόδοντο. || χαυλιόδοντας. || φίλντισι.
φιντάνι, (το) ουσ. νεαρό φυτό. || τρυφερός βλαστός. || φυτώριο.
                    fidan = δενδρύλλιο. || βλαστός. || φιντάνι.
φιρίκι, (το) ουσ. ποικιλία μήλου μικρότερου από τα συνηθισμένα.
                    ferik = φιρίκι.
φιρί-φιρί, επίρρ. επίμονα, σκόπιμα, σώνει και καλά.
                    fırıl fırıl = ολόγυρα, γύρω, γύρω.
φιρμάνι, (το) ουσ. σουλτανικό διάταγμα.
                    ferman = φιρμάνι, διάταγμα.
φισέκι, (το) ουσ. το φυσίγγιο. || δυναμίτης σε σχήμα φυσιγγιού.
                    fişek = φυσίγγι, φισέκι.
φισεκλίκι, (το) ουσ. φυσιγγιοθήκη.
                    fişeklik = φυσιγγιοθήκη, φισεκλίκι.
φιστικής, επίθ. που έχει την πράσινη απόχρωση του φιστικιού.
                    fıstıki = φιστικής. || φιστικί.
φιστίκι, (το) ουσ. ο καρπός της φιστικιάς.
                    fıstık = φιστίκι.
φλιτζάνι, (το) ουσ. κούπα με λαβή, κύπελλο.
                    filcan = φλιτζάνι.
                    fincan = φλιτζάνι, κούπα.
φουκαράς, (ο) ουσ., επίθ. φτωχός. || δυστυχής, κακομοίρης, ταλαίπωρος.
                    fıkara, fukara = φτωχός. || φουκαράς. || δερβίσης.
φούλι, (το) ουσ. είδος γιασεμιού. || είδος οσπρίου.
                    fulya = νάρκισσος.
φουντούκι, (το) ουσ. ο καρπός της φουντουκιάς·  λεπτοκάρυο.
                    fındık = φουντούκι.
φραντζόλα, (ή) ουσ. ψωμί με στενόμακρο, κυλινδρικό σχήμα.
                    francala = φραντζόλα.




Ιστολόγιο υπό κατασκευή... Ευχαριστώ για την κατανόηση!
 ©  Λιάνα Κουτρολίκου - Αθήνα, 02/08/2007 - Α.Σ. 8294
© Liana Koutrolikou - Athens, Greece, 02/08/2007 - Contr. No. 8294