ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ GOOGLE

Π


παζάρι, (το) ουσ. μεγάλη δημόσια αγορά. || εμποροπανήγυρη.
                    pazar = αγορά, παζάρι. || Κυριακή.
παϊτόνι, (το) ουσ. είδος άμαξας.
                    payton = άμαξα, φαέθων, παϊτόνι.
παλάσκα, μπαλάσκα, (η) ουσ. φυσιγγιοθήκη. || κυνηγετικός σάκος.
                    palaska = μπαλάσκα, φυσιγγιοθήκη.
παντζάρι, (το) ουσ. τεύτλο το ερυθρόφυλλο ή κοκκινογούλι.
                    pancar = παντζάρι, κοκκινογούλι.
παντζούρι, (το) ουσ. εξωτερικό παραθυρόφυλλο.
                    pancur = παραθυρόφυλλο, παντζούρι.   
παπάζι, (το) ουσ. το κορδόνι του φεσιού. || είδος σφουγγαρίστρας.
                    papaz = παπάς, ιερέας.
παπούτσι, (το) ουσ. υπόδημα.
                    pabuç, papuç = παπούτσι, υπόδημα.
παρακεντές, (ο) ουσ. παράσιτος. || τιποτένιος. || έκτακτος εργάτης.
                    perakende = λιανικός.
παραλής, (ο) ουσ. αυτός που έχει πολλά λεφτά·  πλούσιος, λεφτάς.
                    paralı = πλούσιος, λεφτάς, παραλής.
παράς, (ο) ουσ. υποδιαίρεση της τουρκικής λίρας. ||  το χρήμα.
                    para = χρήμα, νόμισμα, παράς.
παρτάλι, (το) ουσ. το κουρέλι.
                    partal = κουρέλι, παρτάλι.
παρτσακλό, (το) ουσ. άτομο με ανάρμοστη εμφάνιση ή συμπεριφορά.
                    parçalı = τεμαχισμένος. || κατακομματιασμένος.
παρτσάς, (ο) ουσ. κομμάτι.
                    parça = κομμάτι, τεμάχιο. || τμήμα.
πασαλίκι, (το) ουσ. η ιδιότητα, του πασά. || διοικητική περιφέρεια.
                    paşalık = πασαλίκι.
πασάς, (ο) ουσ. ανώτατος τίτλος οθωμανού αξιωματούχου.
                    paşa = πασάς. || στρατηγός.
πασουμάκι, (το) ουσ. είδος γυναικείου υποδήματος. || είδος παντόφλας.
                    başmak = πασουμάκι. || σανδάλι, πέδιλο.
                    || γυναικεία παντόφλα
παστουρμάς, (ο) ουσ. είδος παστού κρέατος από βουβάλι ή καμήλα.
                    pastırma = παστουρμάς.
πατιρντί, (το) ουσ. μεγάλος θόρυβος, φασαρία, αναστάτωση.
                    patırdı, patırtı = θόρυβος, νταβαντούρι, πατιρντί,
                    σαματάς. 
πατσαβούρα, (η) ουσ. κουρέλι που χρησιμοποιείται για καθάρισμα.
                    paçavra = ράκος, κουρέλι, πατσαβούρα.
πατσάς, (ο) ουσ. στομάχι, κοιλιά και πόδια σφαγμένου ζώου.
                    paça = ποδαράκια. || πατσάς.
πατσατζήδικο, (το) ουσ. βλ.πατσατζίδικο.
                    paçacı = πωλητής πατσά. || πατσατζίδικο.
πεζεβέγκης, (ο) ουσ. μαστροπός, προαγωγός. || παλιάνθρωπος.
                    pezevenk = μαστροπός. || πεζεβέγκης.
πεϊνιρλί, (το) ουσ. άκλ.  είδος πίτας.
                    peynirli = με τυρί.
                    ~ pide πεϊνιρλί.
πελτές, (ο) ουσ.  πολτός ντομάτας. || είδος μαρμελάδας.
                    pelte = πελτές. || πολτός.
περβάζι, (το) ουσ. πλαίσιο παραθύρου ή πόρτας.
                    pervaz = κράσπεδο, περβάζι.
περντάχι, (το) ουσ. βλ. μπερντάκι
                    perdah = λείανση. || κόντρα ξύρισμα.               
περουζές, (ο) ουσ. είδος πολύτιμου λίθου·  η κάλαϊς.
                    firuze = περουζές, τυρκουάζ.
πεσκέσι, (το) ουσ. προσφορά, ιδίως σε φαγώσιμα είδη και ποτά.
                    peşkeş = δώρο. || πεσκέσι. || καλάθι.
πεσκίρι, (το) ουσ. η πετσέτα του προσώπου.
                    peşkir = προσόψι, πετσέτα, πεσκίρι
πετιμέζι, (το) ουσ. πυκνόρρευστο σιρόπι από μούστο.
                    pekmez = πετιμέζι.
πιάζ, άκλ. σαλάτα με βραστά φασόλια.
                    piyaz = σαλάτα με βραστά φασόλια.
πιλάφι, (το) ουσ. είδος φαγητού από βρασμένο ρύζι.
                    pilav, pilâv = πιλάφι.
πίτσικος, επίθ. νόθος. || ασήμαντος, ανάξιος λόγου.
                    piç = νόθος, μπάσταρδος. || παραφυάδα.
πούλι, (το) ουσ. πεσσός σε παιχνίδια (τάβλι, ντάμα). || η πούλια.
                   pul = γραμματόσημο, χαρτόσημο. || πούλι. || λέπι.
πούλια, (η) ουσ.  είδος μικρού διακοσμητικού ενδυμάτων κ.ά.
                   pul = γραμματόσημο, χαρτόσημο. || πούλι. || λέπι.
πούσι, (το) ουσ. ομίχλη. || στρώμα από ξερές βελόνες πεύκων.
                   pus = ομίχλη, πούσι, καταχνιά, αχλύς.
πούστης, (ο) ουσ. ομοφυλόφιλος. || (υβριστικά) άνθρωπος ανέντιμος.
                   puşt = κίναιδος, πούστης.





Ιστολόγιο υπό κατασκευή... Ευχαριστώ για την κατανόηση!
 ©  Λιάνα Κουτρολίκου - Αθήνα, 02/08/2007 - Α.Σ. 8294
© Liana Koutrolikou - Athens, Greece, 02/08/2007 - Contr. No. 8294