ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ GOOGLE

Τ


ταβάνι, (το) ουσ. οροφή.
                    tavan = οροφή, ταβάνι.
ταγίνι, ταΐνι, (το) ουσ. μερίδα τροφής. || τροφή ζώων.
                    tayın = συσσίτιο, μερίδα τροφής.
ταζέδικος, επίθ. φρέσκος, νωπός, πρόσφατος.
                    taze = φρέσκος, νωπός, πρόσφατος.
ταΐνι, (το) ουσ. βλ. ταγίνι.
                    tayın = συσσίτιο, μερίδα τροφής.
ταϊφάς, (ο) ουσ. φυλή, φάρα. || στράτευμα ατάκτων στρατιωτών.
                    taife, tayfa = πλήρωμα. || συμμορία.
τακίμι, (το) ουσ. σύνολο πραγμάτων. || ομάδα ατόμων. || ο φίλος.
                    takım = ομάδα. || σετ, σύνεργα, σειρά εργαλείων, τακίμι.
ταμάμ, επίρρ. ακριβώς, όμοια, σωστά. || στην κατάλληλη στιγμή.
                    tamam = πλήρης, άρτιος. || εντάξει. || τέλος.
ταμάχι, (το) ουσ. πλεονεξία, απληστία.
                    tamah = πλεονεξία, απληστία.
ταμαχ(κ)ιάρης, (ο) ουσ., επίθ. πλεονέκτης, άπληστος, λαίμαργος,
                    αχόρταγος.
                    tamahkâr = πλεονέκτης, άπληστος, φιλάργυρος.
ταμπάκης, (ο) ουσ.βυρσοδέψης.
                    tabak = πιάτο. || βυρσοδέψης, ταμπάκης.
ταμπλάς, (ο) ουσ. συγκοπή, αποπληξία.
                    damla = σταγόνα, ρανίδα. || αποπληξία.
ταμπουράς, (ο) ουσ. είδος έγχορδου λαϊκού μουσικού οργάνου.
                    tambura = έγχορδο όργανο.
ταμπούρι, (το) ουσ. οχύρωμα, χαράκωμα, προμαχώνας.
                    || μονάδα στρατού.
                    tabur = τάγμα.
ταξίμι, (το) ουσ. είδος μουσικού αυτοσχεδιασμού της λαϊκής ή
                    δημοτικής μουσικής.
                    taksim = διανομή. || διαίρεση. || ταξίμι. 
ταπί, (το) ουσ. άκλ. (1) τουρκικός τίτλος ιδιοκτησίας.
                    tapu = τίτλος ιδιοκτησίας.
ταπί, (το) ουσ. άκλ., επίρρ.  (2)  χωρίς χρήματα.
                    tabi = εξαρτημένος. || υποκείμενος.
τάπια, (η) ουσ. προμαχώνας.
                    tabya = οχυρό, προπύργιο. || προμαχώνας. || τάπια.
ταραμάς, (ο) ουσ. κόκκινο χαβιάρι, αβγοτάραχο.
                    tarama = διαγράμμιση. || ταραμάς. || κτένισμα.
ταρατόρι, (το) ουσ. τζατζίκι.
                    tarator = σκορδαλιά.
ταρσανάς, (ο) ουσ. ναυπηγείο. || ναύσταθμος.
                    tersane = ναυπηγείο. || ναύσταθμος. || ταρσανάς.
τασάκι, (το) ουσ. μικρό σταχτοδοχείο.
                    tas = δοχείο, μπολ, τάσι.
τάσι, (το) ουσ. μεταλλικό κύπελλο. || μεταλλικός δίσκος
                    (τροχού αυτοκινήτου, ντραμς, ζυγαριάς).
                    tas = δοχείο, μπολ, τάσι.
τασκεμπάπ, (το) ουσ. άκλ. είδος φαγητού από μικρά κομμάτια
                    κοκκινιστού κρέατος.
                    taskebabı = τασκεμπάπ.
ταφλάνι, (το) ουσ. είδος φυτού.
                    taflan = δάφνη.
ταφτάς, (ο) ουσ. ύφασμα από λεπτό, πυκνοϋφασμένο μετάξι.
                    tafta = ταφτάς.
ταχίνι, (το) ουσ. πολτός από αλεσμένο σουσάμι.
                    tahin = ταχίνι.
ταψί, (το) ουσ. είδος μαγειρικού σκεύους για ψήσιμο στο φούρνο.
                    tepsi = δίσκος. || ταψί.
τεζάκι, τεζάχι, (το) ουσ. πάγκος μαγαζιού.
                    tezgâh = πάγκος. || εργαστήριο.
τεκές, (ο) ουσ. ισλαμικό μοναστήρι. || καταγώγιο.
                    tekke = δερβίσικο μοναστήρι. || τεκές.
τελατίνι, (το) ουσ. κατεργασμένο δέρμα μοσχαριού.
                    telatin = τελατίνι. || ρωσικό δέρμα.
τελεμές, (ο) ουσ. είδος μαλακού άσπρου τυριού.
                    teleme = τελεμές.
τέλι, (το) ουσ. λεπτό σύρμα. || μεταλλική χορδή μουσικού οργάνου.
                    tel = σύρμα. || καλώδιο, αγωγός. || νήμα. || τηλεγράφημα.
                    || χορδή. || τέλι.
τεμενάς, (ο) ουσ. είδος ανατολίτικου χαιρετισμού.
                    temenna(h) = είδος χαιρετισμού, υπόκλιση, τεμενάς.
τεμπέλης, επίθ., (ο) ουσ. οκνηρός, φυγόπονος, χασομέρης.
                    tembel = τεμπέλης, οκνηρός.
τεμπελχανάς, (ο) ουσ. άνθρωπος πολύ τεμπέλης.
                    tembelhane = τεμπελχανείο.
τεμπεσίρι, (το) ουσ. κιμωλία.
                    tebeşir = κιμωλία.
τενεκές, (ο) ουσ. λευκοσίδηρος. || δοχείο από λευκοσίδηρο.
                    teneke = λευκοσίδηρος, τενεκές.
τενεκετζής, (ο) ουσ. λευκοσιδηρουργός.
                    tenekeci = λευκοσιδηρουργός.   
τέντζερης, (ο) ουσ. κατσαρόλα. 
                    tencere = κατσαρόλα, χύτρα.
τεπές, (ο) ουσ. (1) κορυφή, ύψωμα.
                    tepe = λόφος, ύψωμα. || κορυφή.
τεπές, (ο) ουσ. (2) η θολωτή κορυφή καπέλου ή φεσιού. || θόλος.
                    tepe = λόφος, ύψωμα. || κορυφή.
τερζής, (ο) ουσ. ράφτης ελληνικών εθνικών ενδυμασιών.
                    terzi = ράφτης.
τερλίκι, (το) ουσ. είδος υποδήματος που μοιάζει με κάλτσα.
                    terlik = παντόφλα. || τερλίκι.
τερτίπι, (το) ουσ. κόλπο, παραπλανητικό τέχνασμα. || νάζι, τσαχπινιά.
                    tertip = τάξη. || ταξινόμηση. || σχέδιο. || τέχνασμα.
                    || τερτίπι.
τεφαρίκι, (το) ουσ. πράγμα εκλεκτής ποιότητας, σπάνιο, πολύτιμο.
                    tefarik = σπανιότατος, πολύτιμος.
τεφτέρι, (το) ουσ. τετράδιο λογαριασμών, σημειωματάριο.
                    defter = τετράδιο. || κατάστιχο. || τεφτέρι.
τζάκι, (το) ουσ. εστία, παραγώνι, παραστιά.
                    ocak = τζάκι, εστία. || κουζίνα. || παραγώνι, παραστιά.
τζάμι, (το) ουσ. γυαλί. || υαλοπίνακας πόρτας, παραθύρου, βιτρίνας κ.ά.
                    cam = γυαλί. || παράθυρο. || τζάμι.
τζαμί, (το) ουσ. μουσουλμανικός ναός, τέμενος.
                    cami = τέμενος. || τζαμί.
τζαμ(ι)λίκι, (το) ουσ. πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετείται το τζάμι.
                    || τζαμαρία.
                    camlık = τζαμωτό.
τζάμπα, επίρρ., επίθ. δωρεάν. || πολύ φτηνά. || άδικα, μάταια.
                    caba = δωρεάν. || τζάμπα.
τζαμπάζης, τσαμπάζης, τσαμπάσης, (ο) ουσ. ζωέμπορος.
                    cambaz = σκοινοβάτης, ακροβάτης. || ζωέμπορος.
                    || πανούργος, δόλιος.
τζαμπατζής, (ο) ουσ. αυτός που απολαμβάνει κάτι δωρεάν.
                    cabacı = ασύδοτος. || τζαμπατζής.
τζαναμπέτης, (ο) ουσ., επίθ. άνθρωπος κακότροπος, ιδιότροπος,
                    στριφνός, δύστροπος, στριμμένος·  στραβόξυλο.
                    cenabet = ακάθαρτος. || άθλιος. || τζαναμπέτης.
τζάνεμ, επιφ. καλέ μου, αγαπητέ μου, ψυχή μου.
                    canım = αγάπη μου, ψυχή μου, τζάνεμ.             
τζατζίκι, (το) ουσ. είδος ορεκτικού από γιαούρτι, αγγούρι, σκόρδο κ.ά.
                    cacık = τζατζίκι.
-τζής -τζού, κατάλ. ουσ. κατάληξη ουσιαστικών που δηλώνουν
                    επάγγελμα ή ιδιότητα.
                    -cı, -ci, -cu, -cü = δηλώνει πωλητή ή τεχνίτη.
τζερεμές, (ο) ουσ. άδικη ζημιά. || άνθρωπος άχρηστος, τεμπέλης.
                    cereme = πρόστιμο, ποινή. || τζερεμές.
τζιέρι, (το) ουσ. συκώτι. || (πληθ. τα τζιέρια) σπλάχνα, εντόσθια,
                    κυρίως σφαγίου.
                    ciğer = συκώτι. || πνεύμονας. || συκωταριά.
τζίνι, (το) ουσ. φανταστικό πονηρό πνεύμα.
                    cin = δαιμόνιο, δαίμονας. || ξωτικό. || τζίνι.
τζιτζί, (το) ουσ. για κάποιον ή κάτι πολύ όμορφο.
                    cici = ωραίος, τζιτζί. || τζουτζούκος.
τζοβαΐρι, (το) ουσ. πολύτιμος λίθος.
                    cevahir = κόσμημα.
τζουτζές, (ο) ουσ. νάνος. || γελωτοποιός.
                    cüce = νάνος.
τζουτζούκος, (ο) ουσ. προσφώνηση αγαπημένου προσώπου.
                    çocuk = παιδί, γιός.
τιμάρι, (το) ουσ. η περιποίηση, το καθάρισμα υποζυγίου.
                    tımar = τιμάριο, φέουδο. || περιποίηση.
τιτίζης, (ο) ουσ., επίθ.    λεπτολόγος. || δύστροπος, εκνευριστικός.
                    titiz = σχολαστικός, λεπτολόγος. || ιδιότροπος.
τόκα, (η) ουσ. είδος πόρπης.
                    toka = αγκράφα, πόρπη.
τοκμάκι, (το) ουσ. ξύλινο σφυρί. || είδος σιδερένιου κόπανου.
                    tokmak = κόπανος, γουδοχέρι. || ρόπτρο.
τόπι, (το) ουσ. παιδική μπάλα.
                    top = μπάλα, τόπι. || σφαίρα.
τοπούζι, (το) ουσ. ρόπαλο που απολήγει σε σφαιρικό άκρο. || πόμολο.
                    topuz = ρόπαλο. || ρόπτρο.
τορβάς, (ο) ουσ. βλ. ντορβάς.
                    torba = σακί. || σακούλα. || ζεμπίλι, ντορβάς.
τουζλούκι, (το) ουσ. είδος περικνημίδας.
                    tozluk = γκέτα. || περικνημίδα.
τουλούμι, (το) ουσ. ασκί.
                    tulum = ασκί. || τουλούμι. || γκάϊντα.
τουλούμπα, (η) ουσ. (2) είδος γλυκού.
                    tulumba tatlı = τουλούμπα (γλυκό).
τουλ(ου)πάνι, (το) ουσ. λεπτό βαμβακερό ύφασμα. || μαντίλα.
                    tülbent = τουλουπάνι.
τουμπεκί, (το) ουσ. είδος ψιλοκομμένου καπνού για ναργιλέ.
                    tömbeki = τουμπεκί.
τουμπελέκι, (το) ουσ. είδος στενόμακρου τυμπάνου με πήλινο ηχείο.
                    dümbelek = τουμπελέκι. || μικρό τύμπανο.
τουράς, (ο) ουσ. το μονόγραμμα του σουλτάνου. || σφραγίδα.
                    tuğra, tura = τουράς. || κορώνα. || μονόγραμμα και
                    σφραγίδα σουλτάνων.
Τούρκος, (ο) ουσ. αυτός που κατάγεται από την Τουρκία.
                    Türk = Τούρκος.
τουρλού, (το) ουσ. άκλ., επίθ. άκλ. είδος φαγητού. || ανάκατα,
                    λογής  λογής.
                    türlü = είδος, διάφορα. || λογής λογής. || είδος φαγητού.
                    || τουρλού.
τουρσί, (το) ουσ. λαχανικό που διατηρείται σε ξίδι ή άρμη.
                    turşu = τουρσί.
τουσλούκι, (το) ουσ. είδος περισκελίδας.
                    dizlik = επιγονατίδα.
τουφέκι, (το) ουσ. φορητό πυροβόλο όπλο με μακριά κάννη.
                    tüfek = τουφέκι.
τουφεξής, (ο) ουσ.  κατασκευαστής ή πωλητής τουφεκιών.
                    tüfekçi = οπλοπώλης. || τουφεξής.
τράμπα, (η) ουσ. ανταλλαγή, αντάλλαγμα.
                    trampa = ανταλλαγή. || τράμπα.
τρελοκαμπέρω, (η) ουσ.  γυναίκα άμυαλη και απερίσκεπτη.
                    kamber = που είναι μέσα σε όλα.
τσάγαλο, (το) ουσ. το χλωρό αμύγδαλο.
                    çağla = τσάγαλο.
τσαγανό, (το) ουσ. η ζωτικότητα, το νεύρο, η δύναμη.
                    çağanoz = καβουράκι.
τσαγανός, (ο) ουσ. ο κάβουρας. || εξάρτημα της ραπτομηχανής.
                    çağanoz = καβουράκι.
τσαΐρι, (το) ουσ. το λιβάδι.
                    çayır = λιβάδι, βοσκοτόπι || νομή.
τσακάλι, (το) ουσ. άγριο σαρκοφάγο θυλαστικό.
                    çakal = τσακάλι.
τσακίρης, (ο) ουσ. γαλανομάτης.
                    çakır = γαλανομάτης, τσακίρης.
τσακμάκι, (το) ουσ. αναπτήρας.
                    çakmak = αναπτήρας, τσακμάκι.
τσαλαπετεινός, (ο) ουσ. είδος πτηνού με χαρακτηριστικό λοφίο στο
                    κεφάλι.
                    çalı = θάμνος, βάτος.
τσαλί, (το) ουσ. φρύγανο. || είδος θάμνου.
                    çalı = θάμνος, βάτος.
τσαλίμι, (το) ουσ. επιδέξια κίνηση. || νάζι, κούνημα, τσάκισμα.
                    çalım = επίδειξη. || νάζι, σκέρτσο. || τσαλίμι.
τσάμι, (το) ουσ. πεύκο.
                    çam = πεύκο.
τσαμπάζης, τσαμπάσης, (ο) ουσ. βλ. τζαμπάζης.
                    cambaz = σκοινοβάτης, ακροβάτης. || ζωέμπορος.
                    || πανούργος, δόλιος.
τσαμπουκάς, (ο) ουσ.   χαρακιά που γίνεται με ξυράφι. || ζοριλίκι,
                    μαγκιά, νταηλίκι. 
                    çabuk = γοργός, ταχύς. || γρήγορα.
                    sabıka = προηγούμενες καταδίκες. || μητρώο.
τσανάκα, (η) ουσ. μεγάλο τσανάκι. ||  γαβάθα.
                    çanak = γαβάθα, τσανάκα.
τσανάκι, (το) ουσ.  πήλινο πιάτο. || άνθρωπος αχρείος.
                    || είδος ασθένειας.
                    çanak = γαβάθα, τσανάκα.
τσάντα, (η) ουσ. σάκος, σάκα ή σακίδιο.
                    çanta = τσάντα. || σάκος.
τσαντίρι, (το) ουσ. σκηνή, αντίσκηνο, τέντα, πρόχειρη κατοικία.
                    çadır = αντίσκηνο, σκηνή. || τέντα. || τσαντίρι.
τσαούσης, (ο) ουσ., επίθ. βαθμός υπαξιωματικού του τουρκικού
                    στρατού.
                    çavuş = λοχίας.
τσαπαρί, (το) ουσ. είδος πετονιάς με πολλά αγκίστρια.
                    çapari = τσαπαρί.
τσαπατσούλης, επίθ., (ο) ουσ. άνθρωπος ακατάστατος, άτσαλος.
                    çapaçul = κακοντημένος. || ακατάστατος.
τσαπράζι(α), (το, τα) ουσ.  τα χρυσά ή ασημένια στολίδια και
                    κοσμήματα της εθνικής αντρικής φορεσιάς, που
                    φοριούνταν σταυρωτά στο στήθος.
                    çapraz = διαγώνιος. || σταυρωτός.
τσαρδάκι, (το) ουσ. καλύβα από κλαδιά, παράπηγμα. || φτωχόσπιτο.
                    çardak = υπόστεγο. || καλύβα από κλαδιά, τσαρδάκι.
τσάρκα, (η) ουσ. βόλτα, περίπατος, σεργιάνι.
                    çark = τροχός. || στροφή.     
τσαρούχι, (το) ουσ. είδος ελαφρού, χαμηλού παπουτσιού με φούντα
                    στη μύτη.
                    çarık = τσαρούχι. || φρένο άμαξας.
τσαρσί, (το) ουσ. χώρος όπου βρίσκονται μαγαζιά, αγορά.
                    çarşı = αγορά, παζάρι.
τσατάλι, (το) ουσ. διχαλωτό ξύλο.
                    çatal = πηρούνι, περόνη. || διακλάδωση, διχάλα.
τσατίζω, ρ. πειράζω, ενοχλώ, εξοργίζω, εκνευρίζω κάποιον.
                    çatışmak = συγκρούομαι. || διαπληκτίζομαι.
τσατμάς, (ο) ουσ. είδος λεπτού ξύλινου τοίχου.
                    çatma = σκελετός κτιρίου.
τσαχπίνης, επίθ., (ο) ουσ. ναζιάρης, ερωτιάρης. || καταφερτζής.
                    çapkın = τσαχπίνης. || ερωτιάρης.
τσεβρές, (ο) ουσ. κεντητό μαντίλι, τσεμπέρι.
                    çevre = περιβάλλον. || κύκλος. || τσεβρές. || τσεμπέρι.
τσελε(μ)πής, (ο) ουσ. τίτλος που δινόταν στα παιδιά του σουλτάνου
                    και σε ανώτερο αρχηγό δερβίσικου τάγματος.
                    çelebi = αρχοντάνθρωπος, κύριος. || ευγενής.
τσελίκι, (το) ουσ. (1) το ατσάλι. || (μτφ.) άνθρωπος υγιής, ρωμαλέος.
                    çelik = ατσάλι, χάλυβας.
τσελίκι, (το) ουσ. (2) είδος παιδικού παιχνιδιού με βέργες·  το ξυλίκι.
                    çelikçomak = τσιλίκι, ξυλίκι.
τσεμπέρι, (το) ουσ. είδος μαντιλιού για το κεφάλι.
                    çember = ζωστήρας. || κύκλος. || τσεμπέρι. || στεφάνι.
τσέπη, (η) ουσ. είδος θήκης για μικροαντικείμενα.
                    cep = τσέπη, θυλάκιο.
τσέτες, (οι) ουσ. Τούρκοι αντάρτες, οργανωμένοι σε συμμορίες.
                    çete = άτακτος στρατός. || αντάρτες. || συμμορία. || τσέτες.
τσιβί, (το) ουσ. ξύλινο καρφί.
                    çivi = καρφί.  
τσιγγούνης, επίθ. φιλάργυρος, φειδωλός, τσιφούτης.
                    çingâne, çingene = τσιγγάνος. || αναιδής. || φιλάργυρος.
τσιγκέλι, (το) ουσ. σιδερένιο άγκιστρο.
                    çengel = γάντζος, τσιγκέλι, αρπάγη, άγκιστρο.
τσικρίκι, (το) ουσ. χειροκίνητο μηχάνημα, είδος διπλής ρόκας.
                    çıkrık = βαρούλκο. || ανέμη, ροδάνι.
τσίλικος, επίθ. (για νόμισμα) νεόκοπος, γυαλιστερός.
                    çil = κουκκίδα. || (για κέρμα) νέος, λαμπερός. 
                    çilçil = τσίλικος.
τσιμπούκι,(το) ουσ. είδος πίπας.
                    çubuk = βέργα, ραβδί. || λοστός. || πίπα. || τσιμπούκι.
τσιμπούσι, (το) ουσ. φαγοπότι, συμπόσιο, διασκέδαση.
                    cümbüş = τσιμπούσι, φαγοπότι, συμπόσιο.
τσιπλάκης, επίθ., (ο) ουσ. γυμνός. || άπορος, φτωχός, κακομοίρης.
                    çı plak = γυμνός. || φτωχός.
τσιράκι, (το) ουσ. μαθητευόμενος τεχνίτης. || οπαδός. || υπηρέτης.
                    çırak = μαθητευόμενος. || τσιράκι.
τσιρίσι , (το) ουσ. κόλλα που χρησιμοποιούν οι υποδηματοποιοί.
                    çiriş = κόλλα παπουτσιών.
τσίτι, (το) ουσ. είδος φτηνού βαμβακερού υφάσματος.
                    çit = φράχτης, περίφραγμα. || τσίτι.
τσιφλίκι, (το) ουσ.  στην Τουρκοκρατία, μεγάλο αγρόκτημα.
                    çif(t)lik= φάρμα, αγρόκτημα, κτήμα. || έπαυλη. || τσιφλίκι.
τσιφούτης, (ο) ουσ., πίθ. Εβραίος || φιλάργυρος, τσιγγούνης.
                    çıfıt = τσιφούτης, τσιγκούνης. || Εβραίος.
τσιφτετέλι, (το) ουσ. είδος ανατολίτικου λαϊκού χορού.
                    çiftetelli = τσιφτετέλι.
τσίφτης, (ο) ουσ., πίθ. άνθρωπος τέλειος. || άνθρωπος καπάτσος. 
                    çift = ζευγάρι. || ζυγός, άρτιος. || διπλός.
τσογλάνι, (το) ουσ. νεαρός ΄Ελληνας στην υπηρεσία του σουλτάνου.
                    || παλιόπαιδο, αλήτης.  = μέσα, εντός. || εσωτερικό.
                    oğlan = αγόρι, παιδί.
τσόλι, (το) ουσ. κουρέλι.|| φτηνό ή φθαρμένο ρούχο ή στρωσίδι.
                    çul = σαμαροσκούτι. || τσόλι. || παλιόρουχο.
τσολιάς, (ο) ουσ. εύζωνος.
                    çul = σαμαροσκούτι. || τσόλι. || παλιόρουχο.
τσο(μ)πάνης, (ο) ουσ. βοσκός, ποιμένας.
                    çoban = βοσκός, ποιμένας, τσοπάνης.
τσορβάς, (ο) ουσ. σούπα.
                    çorba = σούπα.
τσορμπατζής, (ο) ουσ. στην Τουρκοκρατία, χριστιανός πρόκριτος ή
                    γαιοκτήμονας.
                    çorbacı = μάγειρας. || προύχοντας. || πρόκριτος.
                    || αφέντης.
τσότρα, (η) ουσ. ξύλινο δοχείο για κρασί ή νερό·  φλασκί.
                    çotra = φλασκί, τσότρα.
τσουβάλι, (το) ουσ. είδος μεγάλου σάκου.
                    çuval = σακί, σάκος, τσουβάλι.
τσουένι, (το) ουσ. φυτική ουσία που έχει ιδιότητες σαπουνιού.
                    çöven = σαπουνόριζα. || τσουένι.
τσουλούφι, (το) ουσ. τούφα μαλλιών.
                    zülüf = μπουκλίτσα. || τσουλούφι.
τσουμπές, (ο) ουσ. μακρύ πανωφόρι. || ράσο.
                    cüppe = μανδύας. || τήβεννος. || ράσο. || τσουμπές.
τσουράπι, (το) ουσ. κοντή μάλλινη κάλτσα, χειροποίητη, που φορούν
                    οι χωρικοί.
                    çorap = κάλτσα.
τσουρέκι, (το) ουσ. είδος αφράτου, γλυκού ψωμιού.
                    çörek = τσουρέκι.
τσουτσέκι, (το) ουσ. ο μικροκαμωμένος. || ο ανήλικος. || ο θρασύς.
                    çek = λουλούδι.
                    cüce = νάνος.
τσόχα, (η) ουσ. είδος μονόχρωμου μάλλινου υφάσματος.
                    çuha = τσόχα.



Ιστολόγιο υπό κατασκευή... Ευχαριστώ για την κατανόηση!
 ©  Λιάνα Κουτρολίκου - Αθήνα, 02/08/2007 - Α.Σ. 8294
© Liana Koutrolikou - Athens, Greece, 02/08/2007 - Contr. No. 8294